κακογνώμων

κακογνώμων
κᾰκο-γνώμων, ον, gen. ονος,
A ill-judging, wanting in judgement, Sm.1 Ki.25.3, D.C.77.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακογνώμων — κακογνώμων, όγνωμον (AM) μσν. δύστροπος αρχ. ασύνετος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • κακογνώμων — ill judging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόγνωμον — κακογνώμων ill judging masc/fem voc sg κακογνώμων ill judging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογνωμόνων — κακογνώμων ill judging gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογνώμονας — κακογνώμων ill judging masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογνώμονες — κακογνώμων ill judging masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογνώμονι — κακογνώμων ill judging dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογνώμοσι — κακογνώμων ill judging dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογνώμοσιν — κακογνώμων ill judging dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”